-
1 συγγραφικως
-
2 συγ-γραφικός
συγ-γραφικός, ή, όν, zum Schreiben eines Buches, eines Contractes gehörig, Luc. hist. conscr. 42 pisc. 23; – συγγραφικῶς ἐρεῖν, mit der buchstäblichen Genauigkeit eines Contractes sprechen, Plat. Phaed. 102 d.
-
3 συγγραφικός
συγ-γραφικός, ή, όν, zum Schreiben eines Buches, eines Kontractes gehörig; συγγραφικῶς ἐρεῖν, mit der buchstäblichen Genauigkeit eines Kontractes sprechen -
4 ξυγγραφικως
См. также в других словарях:
συγγραφικός — ή, ό / συγγραφικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγραφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.) νεοελλ. φρ. «συγγραφικά δικαιώματα» (νομ.) τα ηθικά και οικονομικά… … Dictionary of Greek